Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπιστήμων βουλῇ τε νόῳ τε

См. также в других словарях:

  • επιστήμονας — ο και επιστήμων, ο, η (AM ἐπιστήμων, ὁ, ἡ) [επίσταμαι] μσν. νεοελλ. αυτός που ύστερα από ειδικές σπουδές έχει αναγνωριστεί ως κάτοχος μιας επιστήμης αρχ. μσν. έμπειρος, πεπειραμένος («τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας», Θουκ.) αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»